ακριβομίλητος

ακριβομίλητος
-η, -ο
λιγομίλητος: Ήταν τύπος περίεργος, ακριβοθώρητος κι ακριβομίλητος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ακριβομίλητος — η, ο 1. αυτός που μιλάει σπάνια και πολύ λίγο, ολιγόλογος 2. αυτός που δύσκολα τόν πλησιάζει και τού μιλάει κανείς, ο δυσπρόσιτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακριβο * + μιλώ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”